- πίκραμα
- το, Ν [πικραίνω]1. η πρόκληση πικρίας, λύπης σε κάποιον2. η πικρία, η θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίκραμα — το και πικραμός, ο η πράξη και το αποτέλεσμα του πικραίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)